- ανάχωμα
- το, -ατοςσωρός από χώμα, πρόχωμα, φράχτης: Στην άκρη του χωραφιού υπήρχε ένα ανάχωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάχωμα — dike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάχωμα — το 1. σωρός από χώμα, πρόχωμα 2. λάκκος ή όρυγμα που ισοπεδώθηκε με συσσώρευση χώματος … Dictionary of Greek
ανάχωμα, προστατευτικό — Έργο κατά μήκος των δύο όχθων ενός ποταμού, που έχει προορισμό τη ρύθμιση της απορροής του και την αποφυγή ζημιών στην παραποτάμια περιοχή και στις γειτονικές ζώνες. Τα π.α. είναι χωμάτινα και κατασκευάζονται από υλικά που λαμβάνονται από τα… … Dictionary of Greek
ἀναχώμασι — ἀνάχωμα dike neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχώματα — ἀνάχωμα dike neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχώματι — ἀνάχωμα dike neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχώματος — ἀνάχωμα dike neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχώννυμι — ἐκχώννυμι (Α) 1. υψώνω ανάχωμα 2. παθ. υψώνομαι, χτίζομαι πάνω σε ανάχωμα ή σε ύψωμα 3. (για θαλάσσιο κόλπο) γεμίζω ιλύ (λάσπη) από τον ποταμό 4. παθ. μεταφέρομαι για απόρριψη … Dictionary of Greek
προσανάχωμα — το, Ν ανάχωμα ή κτιστός τοίχος κατά μήκος τής όχθης ποταμού για την αναχαίτιση τής ορμής τού ρεύματος και την αποτροπή επαπειλούμενων κινδύνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ανάχωμα. Η λ., στον πληθ. τα προσαναχώματα, μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek